- τίω
- (I)Α1. απονέμω τιμή σε κάποιον («Ἕκτωρ... οὐδέ τι τίει ἀνέρας οὐδὲ θεούς», Ομ. Ιλ.)2. έχω σε εκτίμηση, εκτιμώ («θεοὶ μάκαρες... δίκην τίουσι καὶ αἴσιμα ἔργ' ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)3. ορίζω την αξία ενός πράγματος, διατιμώ («μέγαν τρίποδ' ἐμπυριβήτην, τὸν δὲ δωδεκάβοιον ἐνὶ σφίσι τῑον Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)4. μέσ. τίομαιυπολήπτομαι, σέβομαι5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τετιμένος, -η, -ον(για πρόσ.) ευυπόληπτος, σεβαστός6. φρ. «τίω μέλος» — τραγουδώ μια μελωδία (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τίω (< θ. τῑ- με μακρό -ῑ-), ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kwī- και συνδέεται με το αρχ. ινδ. cāyati «εκτιμώ, σέβομαι». Τόσο η σημ. τού ρήματος τίω όσο και η μορφή του εμποδίζουν τη σύνδεσή του με το ρ. τίνω βλ. λ.. Ευρέως χρησιμοποιούμενο στη Νέα Ελληνική παράγωγο τού ρ. τίω είναι η λ. τιμή βλ. λ.].————————(II)και τίως Α(δωρ. τ. γεν. τής προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
Dictionary of Greek. 2013.